- φαντασία, η
- φαντασία, η και φαντασ(ι)ά, η και φανταξ(ι)ά, η1. η δύναμη με την οποία μία έννοια γίνεται φανερή, παρασταίνεται στο νου.2. η ψυχική ικανότητα για αναπαράσταση πραγμάτων ή γεγονότων με το νου, η αναπόληση: Με τη φαντασία μου ζω τα παιδικά μου χρόνια.3. η ψυχική ικανότητα για δημιουργία νέων παραστάσεων, η δημιουργική ικανότητα του πνεύματος: Σαν τα κινήματα της φαντασίας, που ζωγραφίζουνε την ευτυχία (Δ. Σολωμός). – Ζωγράφος με ζωηρή φαντασία.4. νους, πνεύμα, σκέψη, ιδέα: Αυτά υπάρχουν μόνο στη φαντασία του.5. φανταστικό πλάσμα, φανταστικό ίνδαλμα, ψεύτικη παράσταση, ασύστατη ιδέα: «Κατά φαντασίαν ασθενής».6. υπεροψία, έπαρση, ξιπασμός: Με τέτοια φαντασία πώς να μην είναι ακατάδεχτος;7. (μουσ.), μουσική σύνθεση ελεύθερης μορφής για όργανο ή ορχήστρα, που δεν ακολουθεί δηλ. ορισμένους κανόνες και τύπους (όπως π.χ. η σονάτα, η φούγκα).8. (μουσ.), παράφραση μελωδίας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.